ημέρα

ημέρα
η
1) день;

ημέρα αναπαύσεως — день отдыха;

ημέραργίας (εργασίας) — выходной (рабочий) день;

ημέρα ακροάσεως — приёмный день;

ημέρα βροχής — дождливый день;

όλη την ημέρα — весь день;

μετά δυό ημέρες — через два дня;

2) сутки;

§ κρίσιμος ημέρα — решающий день;

ημέρα κρίσεως рел — судный день;

αυγά της ημέρας — диетические яйца;

ψάρι της ημέρας — свежая рыба;

άνθρωπος της ημέρας — а) герой дня; — б) человек всесильный, всемогущий на сегодняшний день;

πλήρης ημέρων — в преклонном возрасте, очень старый;

κάθε ημέραν — каждый день;

ο καθ' ημέραν — ежедневный, каждодневный;

καθ' εκάστην ημέραν — ежедневно, постоянно;

την ημέρα — днём;

μιά φορά την ημέρα — раз в день;

την αυτήν ημέραν — в тот же день;

ημέραν παρ ' ημέραν — через день;

επί των ημέρων μας — в наши дни, в наше время;

εδώ και τρείς ημέρες — три дня тому назад;

τίς τελευταίες ημέρες — на днях, недавно;

προ ολίγων ημέρων — несколько дней тому назад;

την άλλη ημέρα — на следующий день;

άμα τη ημέρα — с наступлением дня;

από ημέρας εις ημέραν — а) изо дня в день, ежедневно; — б) со дня на день, скоро;

με την ημέραν — подённо;

ημέρας και νυκτός — днём и ночью;

μιαν ωραία ν ημέρα — в один прекрасный день;

ημέρα μεσημέρι — среди бела дня, на глазах у публики;

ημέρα αποφράς — роковой, чёрный день;

την ημέρα... — в день, когда...;

είμαι της ημέρας — дежурить;

είναι η ημέρα μου — мой черёд;

είδε το φως της ημέρας — он появился на свет божий;

εσώθηκα ν οι ημέρες του — его дни сочтены


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Полезное


Смотреть что такое "ημέρα" в других словарях:

  • ἡμέρα — ἡμέρᾱ , ἥμερος tame fem nom/voc/acc dual ἡμέρᾱ , ἥμερος tame fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἡμέρᾱ , ἡμέρα day fem nom/voc/acc dual (ionic) ἡμέρᾱ , ἡμέρα day fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμέρᾳ — ἡμέρᾱͅ , ἥμερος tame fem dat sg (attic doric aeolic) ἡμέραι , ἡμέρα day fem nom/voc pl (ionic) ἡμέρᾱͅ , ἡμέρα day fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ήμερα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ἥμερα — ἥμερος tame neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔνθα πολλοῖ ἀλέκτορες, ἐκει ἡμέρα οὐ γίγνεται. — ἔνθα πολλοῖ ἀλέκτορες, ἐκει ἡμέρα οὐ γίγνεται. См. У семи нянек дитя без глаза …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δήλη ημέρα — (Νομ.). Προκαθορισμένη ημέρα για την καταβολή χρέους ή άλλης χρηματικής υποχρέωσης. Η δ.η. έχει μεγάλη σημασία για τις συναλλαγές, γιατί αν έχει συμφωνηθεί η εκπλήρωση της παροχής ορισμένης ημέρας, δεν είναι απαραίτητη η ειδοποίηση προς τον… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ημέρα — Ελληνική εφημερίδα (1874 1926). Αρχικά λεγόταν Ημέρα και ήταν εβδομαδιαία με έδρα την Τεργέστη (Ιταλία). Ιδρυτής της ήταν ο I. Ισιδωρίδης Σκυλίτσης. Από το 1874 μετονομάστηκε σε Ν.Η. και έγινε ιδιοκτησία του τού Αλ. Βυζάντιου, που την έκανε μια… …   Dictionary of Greek

  • Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρα, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Другие дни, другие сны …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὄπου πολλοὶ πετεινοί ἐχεὶ ἡμέρα οὐ γένεται. — См. У семи нянек дитя без глаза …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας — Διεθνής γιορτασμός της μητέρας, ως φόρος τιμής προς τις μητέρες όλου του κόσμου για τις προσπάθειές τους να αναθρέψουν και να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά τους. Η Π. Η. της Μ. γιορτάζεται την 1η Κυριακή του Μαΐου κάθε χρόνο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»